- μεγαλοπρεπεως
- μεγαλοπρεπέωςμεγᾰλοπρεπέωςион. = μεγαλοπρεπῶς См. μεγαλοπρεπως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεγαλοπρεπέως — (Α) επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπέως — μεγαλοπρεπής befitting a great man adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… … Dictionary of Greek